Μια πρωινή κατάθεση μνήμης και σκέψεων
Λοιπόν, ήρθε η ώρα να σε κοιτάξω στα μάτια και να σου πω την αλήθεια: το βιβλίο το αγόρασα νομίζοντας πως έχει ιστορίες με γάτες. Κι εγώ λατρεύω τις γάτες.
Μπορεί ο συγγραφέας να έγραψε τη δική του, προσωπική ιστορία, για μένα ωστόσο κάθε κεφάλαιο του βιβλίου έμοιαζε να έχει βγει από ένα κομμάτι της δικής μου ζωής, ή, καλύτερα, της ιστορίας ζωής που μοιράστηκα με δικούς μου, αγαπημένους, ανθρώπους. Ανθρώπους που πέρασαν κι έφυγαν σαν τους κομήτες μα κι άλλους που ακόμα είναι κοντά μου, ανθρώπους που υπήρξαν φίλοι κολλητοί σε χρόνια δύσκολα, σύντροφοι κι εραστές, φύλακες άγγελοι... Κι όλους αυτούς τους ανθρώπους, μα περισσότερο εκείνους που έχασα, τους αναγεννώ, τους ανασταίνω πλέον μέσα από τα δικά μου βιβλία ώστε να μην ξεχαστούν ποτέ.
Θα μπορούσα, όμως, αλήθεια ποτέ να ξεχάσω τα ουρανομάτια του Νίκου; (ήθελε να τον αποκαλούμε με το όνομα που είχε ο ίδιος επιλέξει κι ας μην βαπτίστηκε ποτέ...) Γι' αυτά θα μιλώ σε κάθε μου βιβλίο, σας το έχω αποδείξει. Τη θέρμη πίσω από το ψυχρό τους χρώμα, την τρυφερότητα με την οποία με περιέβαλαν κάθε φορά που με κοιτούσαν... Από εκείνον πρωτάκουσα τον ήχο της Αλβανικής γλώσσας, μου άρεσε η μελωδικότητά της κι έτσι έκανα φιλότιμες προσπάθειες να τη μάθω. Ο Νίκος είχε έρθει στην Ελλάδα δεκάξι χρονών, με τα πόδια, κι έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Παιδί μονάχο, ανάμεσα σ' ενήλικες... Τον γνώρισα όταν ζούσε στο πατάρι του μαγαζιού που εργαζόμουν, τ' αφεντικά μου του το είχαν παραχωρήσει με αντάλλαγμα τα θελήματα που τους έκανε. Θυμάμαι ακόμα καθαρά το πόσο απαξιωτικά του φέρονταν... Ήταν τότε μόλις είκοσι χρονών κι εγώ είκοσι δύο. Μια μέρα, έφυγε με άλλους εργάτες γης για την Πελοπόννησο. Πλησίαζε η εποχή που θα μάζευαν τα πορτοκάλια. Από τότε δεν τον ξαναείδα, δεν έμαθα τι απέγινε, ποτέ. Κάποιοι μου είπαν πως τον είχαν συλλάβει και τον απέλασαν. Πόνεσα για την μοίρα αυτού του παιδιού, ακόμα φυλάω κρυμμένη μια θλίψη για χάρη του, πλάι στη μνήμη του βλέμματός του, την εικόνα από τα γεμάτα αθωότητα μάτια του που έκρυβαν πίσω τους βάθος αμέτρητο. Έτσι είναι μονάχα το βλέμμα του ανθρώπου που έχει περάσει μέσα απ' το κακό και δεν το άφησε να τον αγγίξει.
Σε αρκετά κεφάλαια του βιβλίου, ο συγγραφέας Έλσον Ζγκούρη μιλά για την παιδική του ηλικία στο χωριό όπου έμεναν αφότου ήρθαν από την Αλβανία οικογενειακώς. Αυτομάτως, τον νου μου κατέκλυσαν εικόνες από την παιδική ηλικία των γιων μου. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου, τότε τουλάχιστον, ζούσαν πολλές οικογένειες μεταναστών από την Αλβανία και αρκετές οικογένειες Ρομά. Αυτά τα παιδιά, οι φίλοι της παιδικής τους ηλικίας, είναι οι φίλοι που έχουν και τώρα ως ενήλικες. Αναπτύχθηκαν σχέσεις ζωής. Το ίδιο δέσιμο απέκτησα κι εγώ με κάποιες από τις μαμάδες. Η καλύτερή μου φίλη, ο άνθρωπος που σε πολύ δύσκολα χρόνια υπήρξε το στήριγμά μου, ήταν Αλβανίδα. Θυμάμαι, τα καλοκαίρια βγαίναμε στο πάρκο της γειτονιάς, τα παιδιά έπαιζαν κι εμείς, καθισμένες ολόγυρα στα παγκάκια, μοιραζόμασταν τις ιστορίες μας. Τότε ήταν που γνώρισα την Εράντα, που με το πείσμα και την υπομονή της κατάφερε, τελικά, να μου μάθει τα περισσότερα από τα αλβανικά που γνωρίζω. Την Εράντα, της οποίας κομμάτι από την τραγική, δύσκολη ιστορία της ζωής της βρίσκεται εγκιβωτισμένο στο βιβλίο μου που θα έχετε στα χέρια σας σε λίγο καιρό... Η Εράντα μου έμαθε πως, όσο δύσκολη κι αν είναι η ζωή, δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω, δεν πρέπει να συμβιβαζόμαστε, δεν πρέπει να σκύβουμε το κεφάλι. Κι εγώ, τότε, έσκυβα διαρκώς το κεφάλι...
Το βιβλίο του Έλσον Ζγκούρη με τον υπέροχο τίτλο "Όλες οι γάτες είναι όμορφες", δεν είναι μόνο η ιστορία ενός παιδιού χωρίς πατρίδα, ενός ανθρώπου που σε τρυφερή ηλικία βίωσε την εμπειρία της μετανάστευσης. Είναι η ιστορία κάθε ανθρώπου που με θάρρος και πείσμα κι αγώνα μεγάλο, προσπαθεί να δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Είναι η ιστορία του κάθε ανθρώπου που τον έχουν χλευάσει, τον έχουν εκμεταλλευθεί, τον έχουν κοροϊδέψει εξαιτίας της καταγωγής του, της γλώσσας που μιλά ή της προφοράς του, του ανθρώπου που τον έχουν απορρίψει λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, του ανθρώπου που, η τύχη του ήταν, να διαφέρει. Αλλά είναι και η ιστορία του ανθρώπου που, μέσα σε αντίξοες συνθήκες, συνεχίζει, επιμένει, να ονειρεύεται. Ξέρεις γιατί; Επειδή, όπως πολύ σοφά το επικοινωνεί ο τίτλος, όλες οι γάτες του κόσμου είναι όμορφες!
Τελειώνοντας, το βιβλίο αυτό θέλω να το αφιερώσω στους δικούς μου ανθρώπους: στην αγαπημένη μου Ίλντα που η μάνα μου βάφτισε Στέλλα, στην Ερμίνα, που εδώ την έλεγαν Μαρία όπως και τόσες άλλες, στον Νίκο μου, με τα πιο γαλάζια, πιο γαλήνια μάτια του κόσμου, στον Αρμάντο, τον φύλακα άγγελό μου και τον άνθρωπο που έγινε η αιτία να γνωρίσω τον άνθρωπό μου και, φυσικά, στην Εράντα. Στην αγαπημένη μου Εράντα, την ταλαιπωρημένη αυτή ψυχή που με το ψυχικό της σθένος άνοιξε δρόμους και στη δική μου ζωή, ακριβώς την ώρα που μπροστά μου έβλεπα μονάχα αδιέξοδα...
Δημοσίευση σχολίου
Αφήνοντας εδώ το σχόλιό σας, μην ξεχνάτε να είστε ευγενείς!