[φωτ.: Eurokinisi-Αντώνης Νικολόπουλος] |
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι "Πώς να καταστρέψεις μία όμορφη πόλη". Γιατί αυτό ακριβώς έχει συμβεί στην πόλη μου, το βλέπετε άλλωστε στα δελτία ειδήσεων καθημερινά. Οπότε δεν θα περάσω σε λόγια ανούσια, δημοσιογραφικά, που περιγράφουν την κατάσταση που βιώνουμε στην άλλοτε όμορφη πόλη μας, με γλαφυρότητα.
Αυτό που έχω την ανάγκη να κάνω σήμερα είναι να βγάλω από μέσα μου τούτη τη λάσπη που με πλακώνει. Έχω την ανάγκη να πω πως πονάω, όλοι πονάμε, όλοι είμαστε πολύ κουρασμένοι, ψυχικά και σωματικά. Ανοίγουμε το πρωί τα μάτια μας και το πρώτο που μας έρχεται στο νου είναι ότι δεν βλέπαμε εφιάλτη, όχι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Βρισκόμαστε, πάλι, μέσα στη λάσπη. Για δεύτερη φορά μέσα σε ένα εικοσαήμερο. Κάποιος το διασκεδάζει πολύ μαζί μας εκεί πάνω, στο κέντρο αποφάσεων, φαίνεται... Κάποιος περίμενε να καθαρίσουμε, να πετάξουμε, να βάψουμε (γιατί μυρίζει το σπίτι μούχλα και υγρασία και δεν μπορείς να ζήσεις μέσα του, να βγάλεις τον χειμώνα, αν δεν έχεις καθαρίσει τα πάντα και δεν έχεις ασπρίσει τα πολύπαθα ντουβάρια), να ανανεώσουμε την επίπλωση και τις οικοσυσκευές που καταστράφηκαν, να δώσουμε έναν σκασμό λεφτά λέγοντας "έγινε τώρα, πάει, τί να κάνουμε; σπάνιο φαινόμενο ήταν, ποιος ξέρει πότε θα ξανασυμβεί", και πάνω που αρχίζεις να νιώθεις πάλι βολικά μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, Μπαμ! Ξανά-μανά τα ίδια. Κι άντε μετά να βρεις κουράγιο για να ξεκινήσεις από την αρχή.
Πριν δύο μέρες, έσπασα. Την άκουσα την ψυχή μου που έσπαγε, σας τ' ορκίζομαι, την άκουσα, χίλια κομμάτια έγινε και πάει, σκόρπισε στις λάσπες. Ξέρεις πότε έσπασα;
Δεν ήταν όταν, μέσα στις λάσπες, αναγκάστηκα να κάνω μία διαδρομή που πριν δεν μου έπαιρνε ούτε είκοσι λεπτά με τα πόδια, μέσα σε μία ώρα. Δεν ήταν όταν κόλλησα στη λάσπη και συνειδητοποίησα ότι τώρα ή πέφτω στα τέσσερα και πάω μπουσουλώντας και πνίγομαι ή θα συνεχίσω την πορεία μου ξυπόλυτη γιατί τα παπούτσια μου δεν ξεκολλούσαν με τίποτα. Δεν ήταν όταν παντού στο δρόμο μου αντίκρυζα εικόνες απόλυτης καταστροφής, αυτοκίνητα πάνω σε γυρτές κολώνες της ΔΕΗ, τόνους λάσπης και φερτών υλικών, άμμου ποταμίσιας που σκέπασε κήπους και λουλούδια και δέντρα κι αυλές και μπαλκόνια κι ανθρώπινες ψυχές που πάλευαν με τα φτυάρια να τη μεταφέρουν σε άλλους λόφους, κι όλες οι γειτονιές να είναι γεμάτες από αυτούς τους μουλιασμένους αμμόλοφους και μουδιασμένους, σιωπηλούς ανθρώπους που μηχανικά έκαναν κάθε κίνηση γιατί αυτό τους ορμήνευε το ένστικτο της επιβίωσης. Ξέρεις πότε έσπασα;
Όταν κατάφερα να επιστρέψω κάποια στιγμή στο σπίτι, κατάκοπη και πληγωμένη βαθιά από τις εικόνες που έπνιξαν το βλέμμα μου για ν' ακούσω από των παιδιών μου τα χείλη "μάνα, κουράστηκα, κουράστηκα, μάνα, δεν αντέχω άλλο να μη νιώθω ασφαλής μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, δεν αντέχω άλλο να ψάχνω μέσα μου και να μη βρίσκω άλλο από άγχος, αγωνία και φόβο. Μάνα, φοβάμαι, μάνα θέλω να φύγω μακριά, όσο μακρύτερα γίνεται". Τα παιδιά μου είναι μόλις 23 και 21 ετών. Δεν χαίρονται τη ζωή, τα παιδιά μου. Τα παιδιά μου, φοβούνται.
Εκεί, απάνω σε αυτή τη συνειδητοποίηση, έσπασα.
Λία μου, μαχαίρι στην καρδιά ο λόγος σου... για τα παιδιά μας κλαίω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα κι αν δεν ήξερα τα γεγονότα, θα με είχαν συνταράξει όσα διάβασα μόλις τώρα.. Δεν έχω λόγια, πραγματικά! Δεν ξέρω ούτε ποιον να πρωτο-βρίσω (τον Μπέο στάνταρ!) ούτε ποιος πρωτο-ευθύνεται (όλοι τους σίγουρα), το θέμα όμως είναι ότι στο τέλος πάντα την πληρώνει ο δόλιος ο πολίτης, χωρίς να βρει ποτέ, αλλά ποτέ, το δίκιο του.. Και τα παιδιά μας, δυστυχώς. Για να το ελαφρύνω λίγο (όσο γίνεται) αναρωτιέμαι πότε πέρασαν 16.000 χρόνια, ίδια έμεινα, φτου μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥ.Γ Καλή σας δύναμη, Λία μου! Εκτός από μια μεγάλη νοητή αγκαλιά, δεν έχω τί άλλο να στείλω.. 💖