25η Ώρα

 


Για να την δοκιμάσει μια μέρα η Βούλα, έφυγε από το σπίτι νωρίς, προτού ξυπνήσουν όλοι και την αναζητήσουν. Βέβαια δεν την ένοιαζε να την αναζητήσουν όλοι, βασικά δεν την ένοιαζε να την ψάξει κανείς άλλος πέρα από εκείνη. Τη μάνα. Τη μάνα της.

Κάποτε της είχε πει κάποιος που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα πως τα όρια μιας μάνας είναι διαρκώς επεκτεινόμενα. Αυτό ήθελε να δοκιμάσει διασκεδάζοντας την θλίψη της, επιβεβαιώνοντας συναισθήματα χρόνων, σιγουρεύοντας αποφάσεις, όλα μεμιάς.

Έκρυψε τα δεκαεννιά της χρόνια στο φαρδύ, μαύρο φουστάνι, εκείνο που έκρυβε τα πόδια της και την έδειχνε να αιωρείται πάνω από τα πεζοδρόμια και πήρε τον χιλιοπερπατημένο δρόμο για οπουδήποτε. Αν τη ρωτούσες εκείνη την ώρα το που θα ήθελε να πάει, πιθανότατα θ’ απαντούσε «στο διάολο», αν και μέσα της διατηρούσε μια μικρή βεβαιότητα πως ήταν ήδη εκεί.

Τόσα πολλά τσαλίμια από μικρή δεν έκανε, ησύχαζε μονάχη τους φόβους της, σαν την πετρούλα που όπου την έβαζες στέκονταν. Μα η Βούλα άλλο δεν άντεχε.

Κάποτε είχε ακούσει –ή μήπως είχε διαβάσει; Δεν θυμόνταν, το άφησε έτσι, τόσο την είχαν εντυπωσιάσει τα ίδια τα λόγια που αφαίρεσε εντός της την πηγή τους κάνοντάς τα δικά της- πως κάπου ανάμεσα στις 24 ώρες της ημέρας υπήρχε κι άλλη μία, η 25η, που παρόλη τη μαθηματική ακολουθία (25η, δηλαδή αμέσως μετά την 24η κι εκ των πραγμάτων τελευταία πριν την 1η) κάπως μπερδεύονταν ανάμεσα στις άλλες ώρες, κάπου βρίσκονταν και χάνονταν, υφαίνονταν και λύνονταν, μια ώρα φάντασμα που κι αν την ήξεραν επιστημονικά πως υπήρχε, να την προσάψουν στα ρολόγια δεν μπορούσαν. Έφευγε - ξέφευγε, αφού πρώτα έρχονταν να αναστατώσει τις 24 αδερφές της που με υπομονή και τάξη περίμεναν στη σειρά να επιβληθούν στις μέρες των ανθρώπων, να λάμψουν κι ύστερα να σβήσουν σημαδεμένες με ένα νούμερο δικό τους, σημαδεμένες πλέον όμως κι απ’ την χαμένη αδερφή.

Αυτό ήθελε και κείνη κι αυτό συλλογίζονταν καθώς σ’ ένα παγκάκι κάθισε, όχι κουρασμένη από το βάδισμα, μα μουδιασμένη από τις σκέψεις που την κατέκλυζαν. Και αφηρημένη όπως ήταν, τους σπόρους που είχε στην τσέπη της στα πουλιά πετούσε, κι εκείνα μαγεμένα γύρω της μαζεύονταν κατά δεκάδες, «κούι-κούι» της έλεγαν παρηγορητικά, προσπαθώντας την προσοχή της να τραβήξουν από το μεγάλο ερωτηματικό που βάραινε πάνω από το κεφάλι της.

«Πότε;» «Ως πότε;» «Κι αν όχι;»

Βλέπεις, άλλο δεν ήθελε η μαυροφορεμένη Βούλα των δεκαεννιά Μαρτίων από το να μάθει αν την αγαπούσε πραγματικά εκείνη, αν την αγάπησε ποτέ, αν –η μάνα που την έφερε στον κόσμο- θα αποζητούσε το ένα, το χαμένο, το αλλιώτικο παιδί της, διαγράφοντας έτσι την τελευταία πικρή λέξη που έφτυσαν τα χείλη της σε κείνη, «παλιολεσβία!»

Λέξη βουνό και λέξη πέτρα που σιβυλλικά η πρεσβύτερη της πέταξε με δύναμη, προσδιορίζοντάς την μέσα κι έξω ως μιαρή και ανισόρροπη.

Δίπλα της στο παγκάκι κάθισε ένας γλάρος –από πού ξεφύτρωσε αυτός; Δίχως φόβο, με θράσος έχωσε το λευκό κεφάλι στην παλάμη της, κλέβοντας απ’ τα περιστέρια την αμέριστη προσοχή της και τους σπόρους.

«Σ’ αγαπάω!» είπε ψιθυρίζοντας στο αντίθετό της, στο άσπρο, ταξιδιάρικο θαλασσοπούλι, η Βούλα. Κι ήταν ο ήχος της φωνής της που ημέρεψε τις σκέψεις, θαρρώντας πως ημέρεψε και τον κόσμο γύρω της που δίχως διακριτικότητα την επεξεργάζονταν περνώντας.

«Αγαπάω!» φώναξε τούτη τη φορά και καθώς η φωνή της ξεπήδησε από το στόμα, θα ορκίζονταν πως μια μικρή ευτυχία της γαργαλούσε τις πατούσες.

Ξάπλωσε στο παγκάκι ανάσκελα, η ντροπή είχε πετάξει μαζί με τα περιστέρια, ψύχρανε ο καιρός, τα σπόρια τέλειωσαν, ο γλάρος τριγυρνούσε κοντά της, δεν την άφηνε αυτός, τη διεκδικούσε.

«Αυτή είναι η 25η ώρα μου και κανείς δεν μπορεί να μου τη στερήσει. Είναι δική μου, εδώ και τώρα, ολότελα, μοναχικά δική μου και λέω πάνω της ν’ απλώσω τις ρίζες μου» σκέφτηκε, αναστενάζοντας με αποφασιστικότητα κι ανακούφιση που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής της, ρουφώντας μέσα τον νηστικό αφαλό και φορώντας το καλό της χαμόγελο, εκείνο με τις βουλίτσες του ονόματός της δεξιά κι αριστερά, που δεν το είχε για κάθε μέρα κι ούτε το σκόρπιζε σε όλους τους ανθρώπους.

Κι έτσι, εκεί, σε κείνο το παγκάκι, παρέα μ' έναν λωποδύτη γλάρο, μαρτύρησε σοφά στον εαυτό της πως ήταν όντως η ώρα, των μεγάλων αποχαιρετισμών και των επιλογών της.

[ Αυτή ήταν η συμμετοχή μου στο συγγραφικό δρώμενο του Γιώργου Ιατρίδη τον Σεπτέμβριο του 2014, με τίτλο "25th Hour" που κράτησε έναν χρόνο. Περισσότερα για το project θα βρείτε εδώ ]

Δημοσίευση σχολίου

Αφήνοντας εδώ το σχόλιό σας, μην ξεχνάτε να είστε ευγενείς!