Θαλαμοφύλακας, του Γιάννη Κοροπούλη - Ημερολόγιο θητείας και "ανδρικής αγάπης"

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

 


Διαβάζοντας τον Θαλαμοφύλακα του Γιάννη Κοροπούλη καταστάλαξα στην άποψή μου, μα όπως κάνω πάντα μετά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, έψαξα να βρω τί έχει γραφτεί γι' αυτό. Η έκπληξη ήρθε όταν πέρα από μερικές ολιγόλεκτες φράσεις αναγνωστών -όλες ωστόσο θετικά φορτισμένες-, δεν βρήκα τίποτε απολύτως. Καμία κριτική, με το βιβλίο δεν ασχολήθηκε, καθώς φαίνεται, σοβαρά, κανένας· παρότι κυκλοφόρησε το 2023 από τις Εκδόσεις Περίπλους. Ήξερα τότε πως έπρεπε να γράψω γι' αυτό. Κι ευθύς αμέσως θα σας εξηγήσω το λόγο.

Η "λογοτεχνία του στρατώνα", ή αλλιώς, μιλώντας για τη στρατιωτική ζωή στη Νεοελληνική Λογοτεχνία.

Πέρα από μία εξαιρετική εργασία της Έλενας Χουζούρη πάνω στο θέμα "Στρατιωτική ζωή και Ελληνική λογοτεχνία*", δεν γνωρίζω να υπάρχει κάποια άλλη ανθολογία που να μας επιτρέπει να γίνουμε μάρτυρες της ζωής του στρατώνα (με τα καλά και τα άσχημα που αυτή εμπεριέχει), μέσα από την οπτική και το βίωμα των λογοτεχνών που ασχολήθηκαν με το είδος είτε για προσωπικούς λόγους, είτε για λόγους που αφορούν την πολιτική τους θέση και την στράτευση της λογοτεχνίας τους.
Εάν το εξειδικεύσουμε ακόμη λίγο αναζητώντας στη λογοτεχνία του στρατώνα το κουήρ στοιχείο, θα δυσκολευτούμε ακόμη περισσότερο να βρούμε αντιπροσωπευτικά δείγματα πεζογραφίας.
Ο λόγος, λοιπόν, που θεώρησα πως ήταν κρίμα που σοβαροί κριτικοί δεν ασχολήθηκαν με το εν λόγω βιβλίο είναι, κυρίως, αυτός. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο στοιχείο του Θαλαμοφύλακα που θα έπρεπε να τους χτυπήσει καμπανάκι:

Η ημερολογιακή γραφή στην Ελλάδα

Υπήρξε, ναι. Έγιναν αρκετές προσπάθειες από λογοτέχνες του μεσοπολέμου και κατόπιν από τον εμφύλιο μέχρι τη μεταπολίτευση, άλλες επιτυχείς και άλλες όχι, να υιοθετηθεί το είδος και στη χώρα μας. Τώρα, όμως, υφίσταται; Αναβιώνεται από τους σύγχρονούς μας συγγραφείς; Υπάρχουν λογοτέχνες που το επιλέγουν και το εμβαθύνουν ή θεωρείται πεπερασμένο; Μήπως οι περισσότεροι πλέον λογοτέχνες έχουν αφελώς γίνει μίμοι και ακολουθητές μιας ξένης λογοτεχνίας που δεν μας αφορά κατά βάθος; Ιδού η απορία...
Ο Γιάννης Κοροπούλης όμως, όχι μόνο μας ενέταξε με το έργο του στη ζωή του στρατώνα, όχι μόνο υιοθέτησε την αυτοαναφορική εσωστρέφεια των ημερολογιακών σελίδων της θητείας του, μα επιπλέον περίτεχνα ενέπλεξε και με απόλυτη φυσικότητα το κουήρ στοιχείο, κάτι που κάνει το βιβλίο του να ξεχωρίζει και να αποτυπώνεται στη μνήμη του αναγνώστη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Επιστρέφουμε σε μια εποχή όπου θεμελιώδη ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων τίθενται υπό αμφισβήτηση. Μιλάμε για το 1967, εποχή που μεγάλες πολιτικές κρίσεις επηρεάζουν ουσιαστικά τόσο την καθημερινότητα των πολιτών όσο και των στρατευμένων - στους οποίους ο συγγραφέας εστιάζει, μιας και ανήκει και ο ίδιος σε αυτούς.
Οι κομμουνιστές, όπως συνέβαινε τότε ακόμα, βρίσκονται στο περιθώριο και ταλαιπωρούνται, σκέψεις και ιδέες αποσιωπώνται από φόβο, κι όλοι είναι επιφυλακτικοί· τα λόγια είναι μετρημένα και δοσμένα προσεκτικά, οι επιθυμίες καταπνίγονται με τη βοήθεια του αλκοόλ, οι αληθινοί εαυτοί βρίσκονται καλά κρυμμένοι, κι αν αυτό το τελευταίο δεν συμβαίνει, οι επιπτώσεις είναι σκληρές, βάναυσες, άγριες.

Ένα καλειδοσκόπιο ψυχών, χαρακτήρων, προσώπων και προσωπείων, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη σελίδα τη σελίδα, εποχή την εποχή, γραμμικά όσο διαρκεί η θητεία. Έτσι επέλεξε ο κ. Κοροπούλης να μας παρουσιάσει εκείνη την περίοδο της ζωής του, αφήνοντάς μας την έντονη αίσθηση μιας ζωής περασμένης - μα όχι ξεπερασμένης, με όλη τη νοσταλγία που της προσδίδει ο πανδαμάτωρ χρόνος.

Ενώ η Ιστορία γράφεται, μικρές γλυκόπικρες ιστορίες απλών ανθρώπων εξελίσσονται με θάρρος κι έναν ρομαντικό ιδεαλισμό που αποπνέει σε όλο το έργο. Πρόκειται, άλλωστε, για νέους ανθρώπους με σχέδια και όνειρα που μπαίνουν σε αναμονή εξαιτίας της στράτευσης. Για ανθρώπους που διψούν για επικοινωνία· και για έρωτα.

- Τί ώθησε τον συγγραφέα να εισέλθει με το πρωτόλειό του σε αυτό που αποκαλούμε "λογοτεχνία του στρατώνα";

Ο έρωτας. Η φιλία. Η "ανδρική αγάπη" και μια εξομολογητική διάθεση καθόλα απελευθερωτική. Εκθέτοντας τον εαυτό του ο συγγραφέας μας μιλά με θάρρος για όσα έζησε, για τους ανθρώπους που αγάπησε κι εκείνους που τον ερωτεύτηκαν με πάθος, για μια σχέση που θα μπορούσε να είναι σήμερα αυτό που λέμε "σχέση ζωής", μα τότε δεν είχε καμία ελπίδα... Ο ερωτισμός είναι διάχυτος σε όλο το βιβλίο, ενώ η "ανδρική αγάπη" αποτελεί τη Λυδία Λίθο του μυθιστορήματος.
Ωθήθηκε, συμπεραίνω, κι από την ένοχη αγωνία και την αμηχανία του, που δεν κατάφερε -ή δεν θέλησε- να προσφέρει όσα θα μπορούσε, σε ανθρώπους που τον βοήθησαν και το άξιζαν. Κι αναρωτιέμαι... Αναρωτιέμαι πώς να ένιωσε όταν, ωριμάζοντας πια η ιδέα του, διαπίστωσε διαβάζοντας ξανά το τελικό του κείμενο λίγο πριν το τυπογραφείο, πως σε έναν κλειστοφοβικό κόσμο και σε μία δύσκολη εποχή, εκείνος στάθηκε τυχερός καθώς αντάμωσε ανθρώπους που τον άφησαν να πράξει κάτι τόσο απλό και συνάμα πολύπλοκο: να είναι ο Εαυτός του.
Από το οπισθόφυλλο: Η ιστορία του Θαλαμοφύλακα αρχίζει στη Θεσσαλονίκη, σ' ένα μικρό στρατόπεδο στις παρυφές της πόλης, που το χειμώνα το σαρώνει αλύπητα ο βαρδάρης. πρωταγωνιστές, ένας φαντάρος και δύο λοχίες, που, στο ξύπνημα των αισθήσεών τους, θα μπλεχτούν σε ένα ερωτικό τρίγωνο -με τις ίδιες στερήσεις και τους ίδιους κινδύνους- που θα τους οδηγήσει τον καθένα χωριστά στα όριά τους, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ο χρόνος της αφήγησης συμπιέζεται σαν ανάμνηση, όσο διαρκεί ένα τραγούδι, που σαν λάιτ μοτίφ διατρέχει το βιβλίο και που σιγά σιγά θα καθορίσει τη μοίρα του φαντάρου. Ο αφηγητής θέλει να κρατήσει στη μνήμη του όσα περισσότερα μπορεί, καθώς αναθυμάται τους χαμένους φίλους, τα νιάτα τους και κάποιους ξεχασμένους έρωτες. [Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Περίπλους / Διονύσης Βίτσος]

 

* Η στρατιωτική ζωή στη λογοτεχνία, Έλενα Χουζούρη, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (2001) & "Στρατός περνούσε..." στη Νεοελληνική λογοτεχνία, Έλενα Χουζούρη, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (2002)

Διαβάστε Περισσότερα

8 μήνες

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

 


Περνάει ο καιρός κι εσύ περνάς, αλαφροπάτητα περνάς, αντιχνούμενα, μοναχικά. Κι αν μετράς το χρόνο πάλι ψέμα θα είναι, στο κεφάλι σου είναι όλα, στο λέω κι εσύ αν θέλεις πίστεψέ με. Πάνε  8 μήνες τώρα που έχεις να γράψεις εδώ, πού πήγαν οι μήνες δεν θυμάσαι, μη ρωτάς· δεν θυμάσαι.

Διαβάζεις ή μάλλον χάνεσαι στις σελίδες των βιβλίων, γράφεις ή μάλλον στο μελάνι πνίγεσαι και στα κουμπιά του πληκτρολογίου και στις εικόνες των άλλων που ανεβάζουν στο διαδίκτυο δείχνοντας τις ζωές τους καλύτερες, ναι· καλύτερες από τη δική σου, κι άμα θες αρνήσου το. Δεν ζηλεύεις, δεν ζήλεψες ποτέ, δεν μετανιώνεις για τίποτα, δεν μετάνιωσες ποτέ, έπεφτες σηκωνόσουν κοιτούσες μπροστά, η ζωή κοιτάει πάντα μπροστά, σου το είχα πει μια μέρα, θυμάσαι; Δεν θυμάσαι.

Κάνεις το καλύτερο που μπορείς δεδομένων των συνθηκών, έτσι λες στον εαυτό σου για να μη γυρνάς πίσω μα γυρνάς πίσω και τ' αναλύεις, όλα τα ξεδιαλύνεις μέχρι αηδίας, ξέρεις, δεν ξέρεις, θα μάθεις θες δεν θες, θα προχωρήσεις· θα προχωρήσεις.

Παράθυρα ανοίγεις, παράθυρα που δεν υπάρχουν, στη φαντασία σου μόνο, για λίγο οξυγόνο, μόνο για λίγο οξυγόνο, ν' αναπνεύσεις κι ύστερα πάλι πίσω στους τέσσερις τοίχους που έβαψες πέρσι γαλάζιους, στους νεκρούς σου που επιμένουν να έρχονται στον ύπνο σου, για λίγο οξυγόνο κι αυτοί.

Γράφε! Γράφε, σε διατάζεις, γράφε μήπως σωθεί η ψυχή σου ή μήπως ανταμώσει έναν κήπο με ροδιές, έναν κήπο και μια θάλασσα πράσινη, ένα ήσυχο σπίτι που δεν θα σε τρομοκρατεί κι ένα ρολόι που δεν θα έχει δείχτες αφού ο χρόνος δεν υπάρχει κι όλα μέσα στο κεφάλι σου είναι τελικά, η ζωή μια ανταύγεια σε λευκά μαλλιά κι ένα όνειρο για κάποιο μακρινό ταξίδι, να σου κόψει την πείνα, να σου πάρει τη δίψα, τα πνευμόνια σου να γεμίσει με οξυγόνο. 

Κι ας πεις μετά πως έζησες.

Διαβάστε Περισσότερα